ἐμφυσήσεις

ἐμφυσήσεις
ἐμφύσησις
inflation
fem nom/voc pl (attic epic)
ἐμφύσησις
inflation
fem nom/acc pl (attic)
ἐμφυσάω
blow in
aor subj act 2nd sg (attic epic ionic)
ἐμφυσάω
blow in
fut ind act 2nd sg (attic ionic)
ἐμφῡσήσεις , ἐμφυσάω
blow in
aor subj act 2nd sg (attic epic ionic)
ἐμφῡσήσεις , ἐμφυσάω
blow in
fut ind act 2nd sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εμφυσητήρας — ο ιατρ. όργανο κατάλληλο για εμφυσήσεις αέρα ή σκόνης φαρμάκων μέσα στον λάρυγγα, στις ρινικές κοιλότητες ή άλλη κοιλότητα τού σώματος …   Dictionary of Greek

  • πυόρροια φατνιακή — (Ιατρ.). Χρόνια πυώδης φλεγμονή των ιστών που περιβάλλουν το δόντι (περιοδοντίτιδα). Εμφανίζεται πιο εύκολα σε ηλικιωμένα άτομα, συχνά σε αρθριτικούς και διαβητικούς. Ο φατνιακός σύνδεσμος καταστρέφεται και τα δόντια αρχικά κουνιούνται και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”